- προεόρτια
- ταπαραμονή γιορτής (αντίθ. μεθεόρτια).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προεόρτιος — α, ο / προεόρτιος, ον, ΝΜΑ [προέορτος] 1. αυτός που προηγείται μιας μεγάλης γιορτής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προεόρτια η παραμονή, η προηγούμενη μέρα μεγάλης γιορτής και οι λατρευτικές και άλλες εκδηλώσεις της … Dictionary of Greek
πρωτογαμία — ἡ, Α (στους Ιουδαίους) τα προεόρτια τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ γαμία] … Dictionary of Greek
Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… … Dictionary of Greek
Συνοδινός, Παναγιώτης — (1836 – 1912). Ποιητής και πεζογράφος. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος και νομάρχης σε διάφορους νομούς. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με την πατριωτική ποίηση της εποχής του, της οποίας ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους. Μνημονεύεται… … Dictionary of Greek